διζήσῃ

διζήσῃ
δίζημαι
seek out
fut ind mid 2nd sg
διζήσηι , δίζησις
inquiry
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίζηση — η (Α δίζησις) [δίζημαι] νεοελλ. «διζήσεως ευεργέτημα» το δικαίωμα τού εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή οφειλής μέχρις ότου ο δανειστής προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον τού πρωτοφειλέτη αρχ. έρευνα, ανάκριση, εξέταση …   Dictionary of Greek

  • δίζηση — η (νομ.), το δικαίωμα που έχει ο εγγυητής ενός χρέους να αξιώσει από το δανειστή να στραφεί πρώτα εναντίον του οφειλέτη πριν στραφεί εναντίον του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διζήσηι — διζήσῃ , δίζημαι seek out fut ind mid 2nd sg δίζησις inquiry fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”